- χρυσοποικιλτής
- ο, Ντεχνίτης ειδικός στην διακόσμηση υφασμάτων και ενδυμάτων με χρυσό.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + ποικιλτής (< ποικίλλω). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσοποικιλτής — ο αυτός που διακοσμεί υφάσματα με χρυσό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρυσοποικιλτικός — ή, ό, Ν [χρυσοποικιλτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρυσοποικιλτή 2. το θηλ. ως ουσ. η χρυσοποικιλτική η τέχνη τού χρυσοποικιλτή … Dictionary of Greek
χρυσορράπτης — ο, Ν χρυσοποικιλτής … Dictionary of Greek